Μάρτιος 2007
Δώσαμε ραντεβού σ’ ένα καφέ απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Για την Θεσσαλονίκη μιλώ. Απογευματάκι ήταν όταν συναντηθήκαμε. Ήταν ήρεμος, εύχαρις.
Είχε προηγηθεί μιά επιστολή του που αφορούσε το διήγημά μου «να μην ανεβαίνει στα βουνά χωρίς καπέλο».
Και οι επιστολές του οι ίδιες ήταν έργα τέχνης˙ γιατί, εκτός από το περιεχόμενο τους το λεκτικό, είχαν τόσο όμορφα γράμματα, σα ζωγραφιστά.
Με προέτρεπε να συνεχίσω να γράφω, για να φωτίσουμε τα σκοτάδια, όπως έλεγε -και προφορικά- πολλές φορές, και κατά τη συνήθειά του εστίαζε περισσότερο στα καλά μου στοιχεία. Πέρασαν συνομιλώντας πάνω από δύο ώρες, αφού θυμηθήκαμε μέχρι και την εποχή που μας έκανε μάθημα πνευμονολογίας στο Παπανικολάου. Έπειτα με πήγε σε μιά ταβερνούλα στα λαδάδικα. Το πιο ενδιαφέρον πράγμα εκεί μέσα δεν ήταν το φαγητό, αλλά η κότα του Χρυσόστομου. Μια κότα που δε σταμάτησε να κακαρίζει επί χρόνια, αν και ήταν κλεισμένη στο τζαμωτό καδράκι της. Ο διευθύνων του μαγαζιού μου την έδειξε με περηφάνια.
Εκείνο που έχω να πω είναι ότι απολάμβανα μια ιδιαίτερη αίσθηση όταν ήμουν δίπλα στον Χρυσόστομο. Με περιέβαλε ένα μικροκλίμα γεμάτο με ηρεμία και καθαρή, απέριττη σαγήνη. Παρακολουθούσα τις αναπνοές και τις σιωπές του, την αλήθεια που έρεε κάτω απ’ τα λόγια του. Πόσους, άραγε, ανθρώπους, σαν κι αυτόν, συνάντησα στην ζωή μου; Δυο; Τρεις; Είχε τη θυμοσοφία και την καλοσύνη ενός μεγάλου μυαλού που γεύεται το ουσιαστικό, χωρίς να απορρίπτει κανέναν για τις επιλογές του.
Αν και χρόνια δάσκαλος της Ιατρικής, δεν είχε τίποτα το δασκαλίστικο. Μου μίλησε για την ανεκπλήρωτη αγάπη του προς την Αρχιτεκτονική και για την εκπληρωμένη ανάγκη του να εκφράζεται μέσα από τη ζωγραφική και τον γραπτό λόγο. Για τα ζωγραφικά έργα του που ήταν χαρισμένα σε πολλούς και που θα ήθελε να τα συγκεντρώσει σ’ ένα λεύκωμα. Ήταν τζέντλεμαν, περιποιητικός: όταν σε βοηθούσε, μ’ αυτόν τον «Χρυσοστομικό» τρόπο να βάλεις το σακάκι σου, νόμιζες ότι σου ντύνει και την ψυχή, ότι σαν συνάνθρωπο δεν σ’ αφήνει σε τίποτα ακάλυπτο. Δεν είχα, όμως, την διορατικότητα, την πρόνοια, να τον μαγνητοφωνήσω. Γιατί έξω από τα λεγόμενά του και η ίδια η φωνή του ήταν βαθιά κι εκφραστική, σαν τα πινέλα του, σαν την γραφίδα του.
Σεπτέμβριος 2008
Ραντεβού στο Ιντέρνι, δίπλα από το Μακεδονία Παλλάς. Φτάνει με δέκα λεπτά καθυστέρηση. Ασθμαίνων, εμφανώς κουρασμένος, χλωμός. Οι αντοχές του δεν είναι ίδιες με τις περσινές. Έφταιγε και η προσέλευση των πολιτικών, επ’ εκαιρία της έκθεσης, και μη βρίσκοντας ούτε ταξί, ούτε αστικό είχε έρθει από τις Συκιές με τα πόδια. Σχεδόν ξάπλωσε στον καναπέ του μαγαζιού.
Του παραπονέθηκα ότι δεν έπρεπε να κάνει τόσο κόπο. Μου χαμογέλασε. Έπρεπε να σε δω, μου είπε, θέλω να σου πω πως μαγειρεύω τον κόκοτα. (Κοτόπουλο με άσπρη σάλτσα, βογατσιώτικο έδεσμα.) Και την άλλη φορά που θα κατέβεις στη Θεσσαλονίκη, να φάμε μαζί, να δεις τί κόκοτα φτιάχνω! Ήμουν βέβαιη γι’ αυτό. Τέτοια χρυσά χέρια -καλωδιωμένα σ’ έναν οξυδερκή εγκέφαλο- που ζωγραφίζουν όμορφα και τις κότες, δεν μπορεί παρά να τις μαγειρεύουν και νόστιμα. Του συγκατατέθηκα προκαταβολικά. Ύστερα μιλήσαμε για το ωραίο στη ζωή μας και μου είπε ότι θα μου στείλει τις τις απόψεις του και γραπτώς, πράγμα που έπραξε.
Μέσα μου, όμως, βαθιά, είχα την έγνοια του, ότι δηλαδή οι λειτουργίες του σώματος του δεν είχαν την υγεία του μυαλού του. Κι αυτό με λυπούσε πολύ. Γιατί ένα τόσο καλό μυαλό να μη μπορεί να βάλει σε τάξη και τα κύτταρα του σώματος, να το οργανώσει κατά πως πρέπει; Αυτή η ανισομερής φθορά, ένα πνεύμα σε πλήρη ακμή μέσα σ’ ένα σώμα που δυσκολεύεται να αναπνεύσει πώς συμβιβάζονται; Η νεότητα του μυαλού πώς συνυπάρχει, τόσο αλόγιστα, με την σωματική γήρανση; Γιατί ο Χρυσόστομος πέθανε πολύ νέος, στην κορύφωση της πνευματικής του ακμής. Ήταν ένας “εύκολος”, ένας “καλός” θάνατος; είναι μια ερώτηση χωρίς απάντηση βέβαια, γιατί το αδυσώπητο του θανάτου ο καθένας το ζει μόνος του, εν αντιθέσει με την γέννηση που την μοιράζεται -ως ένα σημείο- με την μητέρα του. Αν και πιστεύω ότι τον ένοιωθε να έρχεται από καιρό κι ήταν σχεδόν έτοιμος. Εμείς, όμως, όλοι οι άλλοι, δεν ήμασταν προετοιμασμένοι να τον χάσουμε. Ακόμα και τώρα αρνούμαστε να αποδεχθούμε αυτή την απώλεια.
Τον χάσαμε, όμως, αληθινά; Χάνεται ποτέ μια τέτοια ψυχή; Νομίζω ότι ο παράδεισος για να δεχτεί τέτοιους ανθρώπους έλαβε υπόσταση. Πολύ κοντά μας έχουμε κι απολαμβάνουμε ό,τι έγραψε, ό,τι ζωγράφισε, ό,τι κατασκεύασε. Και γύρω μας πετούν, σαν άσπρα πουλιά, τα λόγια του. Και από μια άλλη διάσταση εκείνος συνεχίζει να προσφέρει σ’ όλους μας γιατί ήταν (είναι) φτιαγμένος από ευγενή υλικά: από φως και από αγάπη.
Η ομορφιά και η αλήθεια του, επομένως, δεν έχουν τέλος.
Comments