Πρωινό Σαββάτου, μόλις σήμανε το τέλος της η λειτουργία μέσα στην εκκλησία. Οι άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους μέσης ηλικίας και πάνω, κατευθύνονται γύρω από το συγκεκριμένο μνήμα ενός ανθρώπου που πέθανε πριν σαράντα μέρες.
Τόσος είναι ο χρόνος που χρειάζεται για να μετριαστεί και να εκλογικευτεί, κάπως, ο πόνος εκείνων που έχασαν τον άνθρωπό τους. Όλα τα μαρμάρινα μνήματα είναι κάπως επιδεικτικά χτισμένα, σχεδόν πολυτελή- με λουλούδια, έστω και ψεύτικα. Ακόμα και για ανθρώπους που ήταν λιτοί στη ζωή τους.
Και με την συμβολή του παπά τελείται το θρησκευτικό τελετουργικό που λήγει με το χύσιμο του κρασιού, μέσα από μία περίτεχνα καλυμμένη οπή, στο χώμα που περιβάλλει το σώμα που έμεινε χωρίς τη ζωτική του ενέργεια.
Ένα νεκρό σώμα αποφεύγουμε να το εκθέτουμε για πολύ στην κοινή θέα.
Κρυώνει και την δική μας διάθεση. Φέρνει πιο κοντά και την δική μας θνητότητα, την τραγική απώλεια της ζωής- ακόμα κι όταν είναι αναμενόμενη. Του φτιάχνουμε, λοιπόν, ένα ωραίο στέγαστρο που το αποκλείει από τα μάτια μας.
Παλιότερα οι ήρωες του Ομήρου, μετά το κόψιμο του νήματος της ζωής τους, κατέβαιναν στον κάτω κόσμο- τον απόκοσμο, των σκιών. Κανένας δεν τον ήθελε, έτσι σιωπηλός κι ανήλιος που τους παρουσιάζονταν.
Ο χριστιανισμός μείωσε κατά πολύ την μαυρίλα του “άλλου κόσμου”, τον έβαλε ψηλά στους ουρανούς, αφού φρόντισε με τις ψυχο- ελαφρωτικές του ψαλμωδίες να αφαιρέσει το μεγαλύτερο βάρος των αμαρτιών των ανθρώπων. Σε σημείο που η κόλαση, με την πάροδο του χρόνου, να μοιάζει μόνο με ξεθωριασμένη θεωρητική απειλή.
Έτσι κι αλλιώς ατελείς είμαστε, απλοϊκοί- μέσα στον περιορισμό του αισθητηριακού και του αντιληπτικού μας κόσμου- οργανισμοί, υποκύπτουμε στον πειρασμό του κακού, αλλά ο πολυεύσπλαχνος στο τέλος μας συγχωρεί.
Ο φιλόσοφος Επίκουρος έλεγε ότι δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει ο θάνατος, γιατί όταν αυτός έρθει σε μας- δεν θα είμαστε εμείς εκεί. Δηλαδή, ότι ζωή και θάνατος είναι πράγματα ασύμπτωτα, όταν υπάρχει το ένα -δεν υπάρχει το άλλο.
Γιατί έκανε αυτή την παραίνεση; μα γιατί μας ενδιαφέρει όλους, ακόμα κι εκείνους που κάνουν πως δεν τους νοιάζει. Ιδίως όταν είναι νέοι και γεροί.
Από παλιά οι άνθρωποι λάτρευαν τη νεότητα, το ωραίο παράστημα, το ρόδινο χρώμα του προσώπου που είναι ένδειξη υγείας, τη δύναμη των μυώνων, όλα αυτά που μας κρατούν πολύ μακριά από κάθε ασθένεια.
Στις μέρες μας νεανίζουμε οι περισσότεροι φορώντας όμορφα ρούχα, βάφοντας τα άσπρα μας μαλλιά, χρησιμοποιώντας ένα σωρό τεχνικές και φάρμακα για να φαίνεται το σώμα μας νεότερο. Και μια επιμήκυνση στο εύρος της ζωής μας φαίνεται ότι την πετυχαίνουμε.
Το θάνατο, όμως, δεν τον αποφεύγουμε. Και πώς γίνεται, άλλωστε;
Ό,τι γεννιέται, του μέλλεται και να πεθάνει.
Δεν μπορεί να μας ενδιαφέρει όμως όσο και η ζωή, δεν γίνεται! Είναι άλογη σπατάλη.
Μας το είπαν με τον τρόπο τους οι δυό γυναίκες, που έκλαιγαν δίπλα στα άσπρα μάρμαρα. Η μία κόντευε τα ενενήντα κι άναβε κεριά για τις ψυχές των γονιών της, όπως είπε. Η δε άλλη, γύρω στα εβδομήντα, την ψευτομάλωνε γιατί πήρε κι ομπρέλα μαζί της -ενώ είχε μόνο συννεφιά- και της έπεφταν τα κεριά απ’ τα χέρια.
–Τί, μού νιάνια; τί το θελτς του παρασιόλ;
-Τί του θέλου; να μη βρεξ κι ν’ αρρωστήσου;– (βογατσιώτικο ιδίωμα)
Δύσκολη είναι κι οδυνηρή η πορεία προς τον θάνατο, – άκρως ενδιαφέρον, μέσα στις δυσκολίες του, κ’ ελκυστικό το ταξίδι της ζωής.
Ας την ζούμε τη ζωούλα μας, λοιπόν, όσο την έχουμε κι όσο μας έχει υπό την σκέπη της.
Comentários