Σε κάποιο χωριό της Μακεδονίας, της Ελληνικής εννοώ, ξύπνησαν μια μέρα οι άνθρωποι και είδαν στην αυλή ενός σπιτιού, να κοιτά προς την πλατεία, ένα άγαλμα. Παρίστανε έναν ευσταλή άντρα με στριμμένο μουστάκι και ρούχα που φοριόνταν την εποχή του 1913. Τα φυσεκλίκια αγκάλιαζαν χιαστί το στήθος του και ήταν φτιαγμένο από πρασινωπή πέτρα. Τα παιδιά του σχολείου, που το είδαν πρωί-πρωί, κοντοστάθηκαν και το χάζευαν. Τους άρεσε, μπορώ να πω, τους θύμιζε παλιότερους παππούδες που είχαν δει σε οικογενειακές φωτογραφίες. Είχε μια φιλική κι αποφασιστική, συνάμα, φυσιογνωμία. Ήταν παλιότερος, αλλά δικός τους. Δεν είχε τίποτα παράξενο. Κάποιοι μεγάλοι, όμως, ξίνισαν τα μούτρα τους. Κι ένας τους μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του: τό’πε και τό’κανε η τρελή, η Λύμπω! (υποκοριστικό της Ολυμπίας) -Τον έκανε άγαλμα! Και όλη την ημέρα όλοι οι χωριανοί, άλλοι διακριτικά- ότι δήθεν πήγαιναν σε κάποια δουλειά- και άλλοι τελείως αδιάκριτα πέρασαν για να το δουν. Και μια γιαγιά έκανε με ευλάβεια τον σταυρό της, τόσο σπουδαίο της φάνηκε, τόσο πολύ ένοιωθε να την ξεπερνά. Για την ταυτότητα του εικονιζόμενου δεν υπήρχε αμφιβολία, το έγραφε άλλωστε από κάτω. Ήταν ο πεθαμένος πατέρας της που είχε λάβει μέρος στην επανάσταση για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Όλοι ήξεραν ότι είχε ένα δωμάτιο γεμάτο με τα πορτραίτα των συναγωνιστών του. Όσοι είχαν επισκεφτεί αυτή την κάμαρα, είχαν φύγει εντυπωσιασμένοι, ήταν ένας κόσμος που ανήκε σε άλλη εποχή, σοβαρός και τιμημένος, ένα μουσείο. Αλλά μέχρι εδώ! Είχε δικαίωμα ο πάσα ένας να κάνει ένα άγαλμα και να το κοτσάρει στην αυλή του;
Στην πλατεία του χωριού είχαν μόνο ένα πουλί που στεκόταν επάνω σε ένα μάρμαρο. Το είχε στήσει ο πρόεδρός της κοινότητάς τους το 1967, για να ευχαριστήσει τους συνταγματάρχες. Στους περισσότερους δεν είχε αρέσει. Τα πόδια του ήταν στραβά και το κεφάλι του φαινόταν σαν να το κόλλησαν εκ των υστέρων στο σώμα. Αλλά δεν είναι εύκολο να αντισταθείς στην δύναμη των όπλων. Γι’ αυτό σχεδόν όλοι είπαν ότι ήταν πολύ ωραίο και στόλιζε και την πλατεία τους. Άπλωναν, λοιπόν, γύρω-γύρω τις καρέκλες και έπιναν τον καφέ που τους έφτιαχνε ο διπλανός καφετζής. Όσοι, μάλιστα, κάθονταν έτσι που να βλέπουν το πουλί θεωρούνταν φιλικοί προς το καθεστώς κι όσοι του γύριζαν την πλάτη έδειχναν την αντίθεσή τους προς το “όρνιο”. Έτσι το έλεγαν με μισόκλειστο στόμα. Μόνο ο δάσκαλος είχε παιδευτεί, κάπως, γιατί τα παιδιά το είχαν για πρότυπο σχέδιο κι έκαναν στις ζωγραφιές τους τούς αετούς, με στραβούς λαιμούς. Η Λύμπω, όμως, δεν στάθηκε μόνο σ’ αυτό. Όλες τις εθνικές γιορτές άφηνε με ευλάβεια ένα δάφνινο στεφάνι στα πόδια του αγάλματος. Αυτό ήταν που πείραξε τους συνταγματάρχες και μια μέρα ήρθαν με κουστωδία και την υποχρέωσαν- αφού δεν είχε την κρατική έγκριση- να τοποθετήσει το άγαλμα σε κάποιο χώρο, τελείως ιδιωτικό, για να μη το βλέπουν οι άλλοι άνθρωποι. Αλλιώς, της είπαν, ήταν έτοιμοι να το καταστρέψουν. Και τί να κάνει κι αυτή η κακομοίρα; συμμορφώθηκε.
Το δεύτερο μνημείο το έκανα εγώ με τα χεράκια μου, κατά το μεγαλύτερο μέρος. Ήταν κι αυτό της τύχης μου. Είχαμε έναν ωραίο, καμαρωτό σκύλο. Παίζαμε μαζί του και του έδινα, συνήθως, με την σειρά μου, το κολατσιό που μου έδινε η μάνα μου. Έτσι είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Ήταν η μεγαλύτερη αγάπη που είχα στην παιδική μου ηλικία. Τα μάτια του, καστανά και μεγάλα, εξέπεμπαν μια ειλικρίνεια που δεν την έβλεπα σε κανέναν άνθρωπο, εκτός από τον παππού μου. Ήταν ένας σκύλος με αγαθή ψυχή, που ήξερε να αφοσιώνεται σ’ αυτούς που του έδιναν στοργή. Γιατί ψυχή έχουν όλα τα ζωντανά κι αυτός που δεν το πιστεύει είναι βαθιά νυχτωμένος. Έχουν την ψυχή που τους αναλογεί. Κι αυτό το ξέρουν όλα τα παιδιά, αλλά συνήθως το ξεχνούν μόλις μεγαλώσουν. Αυτόν τον καλό σκύλο, λοιπόν, τον κατηγόρησε ένας γείτονας με βαριές κατηγόριες. Είπε ότι έπιανε τα πουλάκια της κλώσας του και τα παράχωνε σε έναν κούπο με άμμο που είχε μπροστά στο σπίτι του. Φυσικά κι αντιδράσαμε όλα τα παιδιά και είπαμε ότι ήταν αδύνατο ο Έκτοράς μας να κάνει κάτι τέτοιο. Τα πουλιά όμως συνέχισαν να χάνονται και ο γείτονάς μας τα εύρισκε θαμμένα στην άμμο. Είπε, μάλιστα ότι είχε παρακολουθήσει τον Έκτορα και τον είχε πιάσει επ’ αυτοφόρω να προβαίνει σ’ αυτήν την βδελυρή πράξη. Κάθισα απέναντι στο Έκτορα και του μίλησα σοβαρά. Τον ρώτησα τι έγινε και γιατί. Έδειχνε ανήξερος. Με κοιτούσε με ένα θλιμμένο βλέμμα γεμάτο καλοσύνη. Ήταν σα να παρηγορούσε αυτός εμένα. Αγκαλιαστήκαμε τρυφερά και ήταν αυτό το τελευταίο μας αγκάλιασμα. Την επόμενη μέρα ο καλός μας γείτονας πήρε το κυνηγετικό του όπλο, παρέσυρε λίγο μακρύτερα τον Έκτορα και του αφαίρεσε τη ζωή. Τρέξαμε όλοι, αλλά ήταν πλέον αργά. Κάναμε ένα αυτοσχέδιο φορείο και τον μεταφέραμε κοντά σε μια πηγή. Ανοίξαμε έναν λάκκο και τον ενταφιάσαμε. Είχαμε χάσει ένα πολύτιμο, ζωντανό κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας. Καρφώσαμε πάνω στο μνήμα του έναν ξύλινο σταυρό. Ανήκαμε στον ίδιο Θεό. Μας είχε πλάσει η ίδια βούληση, που ένας κακόβουλος άνθρωπος την ποδοπάτησε. Από την μεθεπόμενη αρχίσαμε να του φτιάχνουμε ένα μνημείο. Με ξύλα και πέτρες, με παιχνίδια που τα στήναμε για να τον προσέχουν, για καιρό πολύ. Και με το πένθιμο, μαύρο μου μολύβι έγραψα για την κοινή μας ζωή. Για τα παιχνίδια και τα τρεχαλητά μας. Για την φορά που με έσωσε, όταν ένας λύκος όρμισε να με κατασπαράξει και για τότε που με γλύτωσε στον Αλιάκμονα από βέβαιο πνιγμό. Και για πολλά άλλα που δεν πρόλαβα να ζήσω μαζί του ή να τα ονειρευτώ. Μετά από όλες αυτές τις εμπειρίες, λοιπόν, αναρωτιέμαι αν μπορούν οι άνθρωποι να κάνουν μνημεία. Νομίζω πως μπορούν, αρκεί να είναι αληθινά, αρκεί να γίνονται με την ψυχή τους. Και συμβαίνει μόνο τότε να γίνονται όμορφα. Εμείς, βέβαια, δεν σκεφτήκαμε, ούτε στιγμή, να διορίσουμε -συγγνώμη, λάθος- να αντικαταστήσουμε, θέλω να πω, με κάποιον άλλον συγγενή του, τον Έκτορα.
Υ.Γ. Τα πουλάκια συνέχισαν να χάνονται για αρκετό, ακόμα, καιρό.
留言