Ήταν καθισμένη στο γραφείο της και ζωγράφιζε ένα σπιτάκι, ένα χριστουγεννιάτικο δένδρο στην αυλή του και δύο παιδάκια που το στόλιζαν με ασημένιες μπάλες.
Ο ουρανός από πάνω τους ήταν γαλανός, χωρίς κανένα σύννεφο, ήρεμος. Μόνο τον ήχο ενός αεροπλάνου που πετούσε έπιανε το αυτί της. Πρόσθεσε μια άσπρη- μακριά γραμμή που άφηνε στο πέρασμά του.
Ντρίννν! Ντριννν! Χτύπησε το τηλέφωνό της. Ήταν ο αρχηγός της Αστυνομικής υπηρεσίας.
Ντετέκτιβ Βικτωρία, της είπε, έγινε κλοπή δύο αντικειμένων μεγάλης αξίας. Έκλεψαν το κολιέ της γυναίκας του πρωθυπουργού και ένα χρυσοποίκιλτο βραχιόλι. Σε καθιστώ υπεύθυνη. Πρέπει να ανακαλύψεις τον δράστη.
Η Βικτωρία στάθηκε προσοχή και είπε: Μάλιστα αρχηγέ! αναλαμβάνω αμέσως!
Έβαλε στην θήκη του το ηλεκτρικό της πιστόλι, το γκλομπ και έναν μικρό υπολογιστή για να βρίσκει της πληροφορίες που θα της ήταν απαραίτητες. Ανέβηκε ύστερα στην αεροδυναμική μηχανή της, που μπορούσε να τρέχει στο έδαφος, να ανοίγει φτερά και να πετά στον αέρα, να γίνεται πλατιά σαν βάρκα και να πλέει επάνω στο νερό. Πέρασε από μια λίμνη, σηκώθηκε ψηλά πάνω από τα σπίτια κι έφτασε σε λίγα λεπτά στην πρωθυπουργική κατοικία. Όλοι εκεί ήταν ανάστατοι.
Η γυναίκα του πρωθυπουργού έκλαιγε κι εκείνος
βημάτιζε νευρικά πέρα δώθε.
Ήταν εξωφρενικό. Άκου, να κλέψουν το πολύτιμο κολιέ της γυναίκας του!
Ποιός να ήταν, άραγε, αυτός που τόλμησε να κάνει κάτι τέτοιο;
Το κολιέ, μάλιστα, ήταν φτιαγμένο από τριάντα- γυαλιστερά μαργαριτάρια που τα είχαν αλιεύσει μέσα από τα βαθιά νερά του Αιγαίου πελάγους τρεις ριψοκίνδυνοι δύτες, λίγο έξω από την Κάλυμνο. Και το βραχιόλι, βέβαια, ήταν αμύθητης αξίας.
Η Βικτωρία μίλησε με σεβασμό στον πρωθυπουργό και του εξήγησε το σχέδιό της. Ύστερα τους μάζεψε όλους μέσα σε ένα δωμάτιο και τους ανάκρινε έναν-έναν.
Διάβασε στον υπολογιστή της τί είδους πράξεις είχε κάνει ο καθένας στη ζωή του. Κι έτσι βρήκε ποιοι ήταν νομοταγείς και ποιοι όχι.
Κι επειδή δεν είχε επιτραπεί να φύγει κανένας, από την στιγμή που κλάπηκε το κολιέ, σκέφτηκε ότι σίγουρα κάπου εδώ μέσα θα ήταν κρυμμένο.
Κοιτούσε καλά στα μάτια κάθε έναν που ανέκρινε.
Είδε τότε ότι ο κηπουρός τους ήταν πολύ αμήχανος. Κουνούσε νευρικά τα χέρια του πέρα δώθε. Άσε που και στο παρελθόν είχε κάνει κάποιες κλοπές, όπως είδε στο ιστορικό του.
-Αλλά το πιο σημαντικό στοιχείο ήταν ότι δεν είχε ούτε ίχνος από χώμα στα παπούτσια του.
Και γίνεται ένας κηπουρός, που περιποιείται τα λουλούδια, να μην έχει πατήσει καθόλου στο χώμα; τα είχε καθαρίσει πολύ καλά, κάτι έκρυβε, λοιπόν.
– Τί, τί έκανες από το πρωί; μήπως ασχολήθηκες με κάτι άλλο, εκτός από την κηπουρική σου; τον ρώτησε η Βικτωρία.
Εκείνος τότε άρχισε να χάνει τα λόγια του και να ψελλίζει: Να! Να! Είχα, είχα πάει στην λαϊκή αγορά για να αγοράσω μερικούς πανσέδες, ναι, πανσέδες.
Η Βικτωρία έπιασε αμέσως τον σφυγμό στο χέρι του. Η καρδιά του χτυπούσε πολύ δυνατά και γρήγορα: ντούκου, ντούκου! ντούκου, ντούκου!
Κάτι συνέβαινε εδώ.
Και, πού είναι οι πανσέδες που αγόρασες; τον ρώτησε. Εκείνος δεν ήξερε τί να απαντήσει, δεν υπήρχαν πανσέδες, έλεγε ψέματα. Όλο το πρωινό κατάστρωνε σχέδια, πώς θα κλέψει τα κοσμήματα.
Λοιπόν, του είπε η Βικτωρία, απαιτώ να μου πεις αμέσως όλη την αλήθεια!
Κι αυτός, με σκυμμένο το κεφάλι του, ομολόγησε ότι παραφύλαξε και όταν δεν τον έβλεπε κανείς μπήκε στη στην πρωθυπουργική κρεβατοκάμαρα άνοιξε την ντουλάπα κι έβγαλε το κολιέ και το βραχιόλι από την ασημένια θήκη τους. Έσκισε ύστερα το ύφασμα που κάλυπτε την κοιλιά σε ένα καφετί αρκουδάκι, τα έβαλε μέσα και την έραψε πάλι.
Τα κοσμήματα ήταν δηλαδή μέσα στο αρκουδάκι που κρατούσε στα χέρια του, αυτή την στιγμή, ο μικρός γιος του πρωθυπουργού, ο Αλέξανδρος. Και φυσικά θα μπορούσε να το αρπάξει ο κηπουρός με την πρώτη ευκαιρία κι όταν δεν θα τον υποπτευόταν κανένας.
Η Βικτωρία έπιασε προσεκτικά το αρκουδάκι, το άνοιξε και τα έβγαλε από την κοιλιά του. Αφού πρώτα, βέβαια, πέρασε σφιχτά τις χειροπέδες στα χέρια του πονηρού κλέφτη. Όλοι τότε την χειροκρότησαν δυνατά και με μεγάλο ενθουσιασμό. Είχε καταφέρει να πιάσει
ακόμα έναν παραβάτη.
Και την άλλη μέρα ο αρχηγός της Αστυνομίας έκανε μια τελετή με εμβατήρια και τρομπέτες. Εκείνη έστεκε προσοχή, χαιρετούσε με το χέρι στο πηλήκιό της και ο αρχηγός είπε δυνατά: απονέμω στην αστυνομικίνα Βικτωρία ένα χρυσό παράσημο για την γενναιότητά της και για την ευστροφία του μυαλού της!
Και η τρομπέτα ήχησε χαρμόσυνα: ταραταταααά! Ταραταταααά!
Έπειτα οι φίλες της και οι υπόλοιποι αστυνομικοί τραγούδησαν, ενώ εκείνη έκανε παρέλαση:
ένα, δύο, τρία
περνάει η Βικτωρία
τέσσερα, πέντε, έξι
ξυπνάει πριν να φέξει.
εφτά, οχτώ, εννιά
πιάνει τους κλέφτες στη σειρά
…………..
ζήτω η Βικτωρία
η φοβερή αστυνομικίνα!
Ζήτωωωω!
Comments