Κάτι σαν βιογραφικό
Γραφή είναι η αναπαράσταση της γλώσσας με σύμβολα ή σημεία. Χρησιμοποιήθηκαν αρχικά και απλοποιημένες παραστάσεις, όπως έκαναν οι Ασιάτες και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι.
Αποτελεί, δε, μια προέκταση της ανθρώπινης γλώσσας στο χώρο και στον χρόνο, γιατί μπορεί να χωρέσει και να διατηρήσει ανάμεσα στις γραμμές της τον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε ή υποπτευόμαστε.
Θεωρείται από τις σημαντικότερες κατακτήσεις του ανθρώπου και οριοθετεί την μετάβαση της προϊστορίας σε ιστορία, αφού από τότε έχουμε τα γραπτά κείμενα στα οποία μπορούμε να βασιστούμε κι όχι μόνο στον ευμετάβολο προφορικό λόγο.
Με τον γραπτό λόγο δεν ασχολήθηκε ο μεγάλος μας πρόγονος ο Σωκράτης, αλλά το έργο του σώθηκε χάρη στα αξεπέραστα γραπτά έργα του Πλάτωνα.
Χρησιμοποιήθηκε η γραφή, αρχικά στην αρχαιότητα, για να διατηρηθούν οικονομικοί κατάλογοι ή ιστορικά αρχεία, όταν οι δραστηριότητες του ανθρώπου άρχισαν να ξεπερνούν την προφορική μνήμη.
Η γραφή στον δυτικό κόσμο στηρίχθηκε μάλλον στο σύστημα μέτρησης των Σουμερίων. Οι αρχαιότερες σουμερικές πινακίδες που έχουν ανασκαφεί ως σήμερα ανάγονται στο 3500 π.χ., που γίνεται αποδεκτό ως η εποχή εφεύρεσης της γραφής από τον άνθρωπο. Το ελληνικό αλφάβητο προήλθε από το φοινικικό και χρονολογείται γύρω στο 1050 π.χ.
Σήμερα, βέβαια, η γραφή απέκτησε καινούργιους τρόπους χρήσης της. Έγινε και ηλεκτρονική. Πιο εύχρηστη και με δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με τους άλλους.
Και δεν γράφουμε μόνο από ανάγκη, γράφουμε και για επιστημονικούς λόγους και για πνευματική ευχαρίστηση. Γι’ αυτό τα γραπτά κείμενα κάποιων ανθρώπων είναι και εκλαμβάνονται σαν έργα τέχνης. Και είναι τιμή μας, τιμή για την μνήμη των προγόνων μας, που όλες οι ομιλούμενες γλώσσες και ιδίως η αγγλική δανείστηκαν πλήθος λέξεων από τη δική μας, ιδιαίτερα όσον αφορά την εξέλιξη του ανθρώπου και την φιλοσοφία.
Γιατί γράφω, λοιπόν; γιατί γράφει ο καινούργιος άνθρωπος που ξέφυγε, πια, από τις πρωταρχικές ανάγκες δημιουργίας της γραφής;
Είναι ερωτήματα που εύλογα θα μπορούσαν να μας απασχολήσουν.
Με μια πρώτη ματιά θα γίνονταν προφανέστερο, το γνωστό ήδη, ότι το γράψιμο είναι ένας τρόπος έκφρασης που ακολούθησε λογικά κι αναπόφευκτα τον προφορικό λόγο, ο οποίος έπεται της σκέψης. Και επειδή τα λόγια έχουν φτερά και πετάνε, τα γραπτά κείμενα είναι ένας χώρος πιο σίγουρος. Όπου μπορείς να επιστρέψεις όποτε θες και να ακονίσεις τη σκέψη σου πάνω στα γραπτά κείμενα ξαναμελετώντας τα. Είναι δε τρόπος προσιτός και εύχρηστος, εν αντιθέσει με την εργώδη πορεία που απαιτήθηκε για γίνουμε ικανοί για γραφή.
Έγγραψε ο άνθρωπος στο παρελθόν πάνω σε πέτρα, σε ξύλο, σε δέρμα. Σήμερα έγινε πιο απλή η γραφή, γιατί χρειάζεται μόνο ένα μολύβι και μια κόλλα χαρτί, τόσο απλό. Μπορείς να γράψεις σ’ οποιονδήποτε χώρο: στο τραπέζι, στο κρεβάτι, στο πάτωμα. Άσχετα με τις καιρικές συνθήκες. Μπορείς να εκφράσεις και την καλή και την κακή σου διάθεση. Μπορείς να επιτεθείς, να αμυνθείς, να νουθετήσεις, να καυτηριάσεις, να ευχαριστήσεις, να παραπλανήσεις, να ανοίξεις μονοπάτια που οδηγούν σε απρόσμενους και απλησίαστους, με άλλον τρόπο, κόσμους ή απλά στους γύρω από εμάς δρόμους.
Μέχρι και έναν μυρμηγκοφάγο μπορείς να ακολουθήσεις βηματάκι–βηματάκι και στις εξορμήσεις του και μέσα στην φωλιά του, θα έλεγε ένα παιδί.
Ένας άνθρωπος που αποτυπώνει σήμερα τις σκέψεις του, δυνατόν να γίνει αύριο ένας γλύπτης ή ζωγράφος, ένας δάσκαλος. Ένας μαθητής που αισθάνεται ότι έχει μάθει ή συνεχίζει να ψάχνει το μάθημά του. Ένας δεύτερος θα ήθελε να είναι η πατρική ή μητρική μορφή για κάποια παιδιά. Κι ένας νιοστός, πιθανόν, θα ήταν δυνατόν να διακατέχεται από αυτό που υπονοεί η λέξη “λεξιλαγνεία” ή να εμφορείται από τη μανία να προβάλει το έργο του στο διηνεκές, πράγμα που συμβαίνει σε εξαιρετικές, μόνον, περιπτώσεις.
Σίγουρα, όμως, αυτό που ξεχωρίζει τον συνήθη συγγραφέα από τους μη γράφοντες, είναι η αγάπη του για το αντικείμενο της ενασχόλησης του, για την γραφή.
Και όταν λέω αγάπη εννοώ αγάπη – όχι έρωτα που μας ανεβάζει για λίγο και μετά μας κρημνίζει σε προσωρινά, συνήθως, τάρταρα. Μιλάμε για την αγάπη που είναι εκεί, πάντα παρούσα, κι ας αμφιβάλει πότε – πότε για τα εαυτής.
Κι είναι η ίδια η αγάπη που ωθεί τον ξυλουργό να οσμίζεται τα πριονίδια και μόνο από την μυρωδιά, να ξέρει από τι είδους δένδρο και ποιας ηλικίας προήλθαν. Ή του γεωργού που βλέπει το νερό να μπαίνει στο χωράφι του, να λιώνει με δύναμη τους χοντροκομμένους σβόλους και να μαθαίνει έτσι να εκτιμά και να υπολογίζει την δύναμη αυτή.
Η εν λόγω αγάπη εμπεριέχει ακόμα και την λαχτάρα και την χαρά που νιώθει όταν βλέπει, κάποιο πρωί, το πρώτο μπουμπουκάκι των φυτών του να βγάζει δειλά- δειλά, το κεφαλάκι του στον ήλιο, μη και τσουρουφλιστεί από τις αδίστακτες ακτίνες του. (Όπως και το γραπτό πόνημα του συγγραφέα, βέβαια, από σκληρή υποδοχή).
Είναι όμως το μοιράδι του, αυτή η σγουρόφυλλη χαρά, γιατί συμμετέχει στο θαυμαστό παιχνίδι μιας μικρής, έστω, δημιουργίας.
Ο συγγραφέας είναι ένας εργάτης που χρησιμοποιεί αυτό το πολυδουλεμένο υλικό, τις λέξεις, σαν αρχιτέκτονας και χτίστης μαζί. Κι εδώ ισχύουν απολύτως τα ρηθέντα από τον Σεφέρη, ότι τα λόγια μας είτε γραπτά είτε προφορικά είναι παιδιά πολλών μαζί ανθρώπων. Μπορεί να έχουν το όνομα του αρχιμάστορα που βάζει την γυναίκα του στα θεμέλια- στα κείμενα βέβαια βάζει την ψυχή του- αλλά για να κτιστούν αυτά τα γιοφύρια του χρόνου, δουλεύουν πολλοί μαστόροι και μαθητάδες.
Και η πράξη αυτή είναι από μόνη της γοητευτική και είναι εκφραστής ιδεών και κοινωνός συναισθημάτων, γιατί ζωντανεύει και δίνει υπόσταση στα πράγματα και στις εικόνες που περιγράφει.
Θυμάμαι πως μ’ έκανε να νιώσω κάτι σαν νοσταλγία για το νησί της Καλυψώς, η Οδύσσεια του ομήρου, λες και είχα ζήσει χρόνια εκεί.
Η συνάρθρωση, λοιπόν, των λέξεων κάνει έναν απέραντο τόπο προσιτό και αφαιρεί τις ρωγμές από τον χρόνο, αυτές που άφησαν οι πόλεμοι και οι κάθε μορφής καταστροφές, καθιστώντας τον ομαλότερο και ευκολοπλησίαστο, έτσι που να τον διαπερνά η σκέψη και να τον ξεμπερδεύει, σαν το κοκαλένιο χτένι μακριά μαλλιά.
Η αγάπη αυτή διακρίνεται κι από το πώς πιάνεις τα γραμμένα χαρτιά, πώς τα χαϊδεύεις, από τον τρόπο που ακουμπάς το βιβλίο που μόλις σε συντρόφεψε, δίπλα στο μαξιλάρι, ή κάτω στο πάτωμα.
Φαίνεται καθαρά από το πόσο ξεχνιέσαι μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, αν το ευχαριστιέσαι ή και πόσο σου κακοφαίνεται όταν μ’ ένα άλλο έχασες απλώς το χρόνο σου ή η κακή γραφή του σού γέμισε με παράσιτα το νου.
Και η απουσία του, βέβαια, είναι εμφανής: όταν το ξέχασες κάπου, το άφησες μισοτελειωμένο, ή το λέρωσες, ακόμα κι άθελά σου˙ όλα αυτά μοιάζουν σαν αθέτηση υπόσχεσης σε φίλο καλό ή σαν παραμέληση και κακοποίηση παιδιού. Και είναι βέβαιο ότι πολλοί το αισθάνονται αυτό, ακόμα κι αν είναι μόνο αναγνώστες.
Παραδείγματα έδωσα μέχρι τώρα για την αγάπη προς τις λέξεις, την ίδια την φύση της αγάπης να την αναλύσω δεν έχω τον τρόπο.
Όπως δεν ξέρω να εξήγησε πειστικά κανείς- ως τα τώρα- την ομορφιά της ποιητικής τέχνης της Σαπφούς ή την πνευματική δωρεά, προς όλους μας, που δημιούργησε την φιλοσοφία του Αριστοτέλη.
Για να μην επεκταθώ και στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη που συντροφεύουν με τον αρμονικό τους λόγο, πλήθος ανθρώπων από τότε που γράφτηκαν.
-Απλώνοντας, συνάμα, μέσω της γραφής, το μελάνι στο χαρτί είναι σαν να βγάζεις ένα μέρος από τις πιο δύσκολες και σκοτεινές σου σκέψεις ή και κάποιους από τους προβληματισμούς σου προς τα έξω, προς τους άλλους, τους δυνητικούς συνομιλητές σου, κι έτσι η μελανόχρωη διάθεση μικραίνει συνεχώς, τεμαχίζεται και ξανατεμαχίζεται και στο τέλος παίρνει τις σωστές της διαστάσεις, ενώ αρχικά είχε φουσκώσει μέσα σου και σ’ έκανε να ασφυκτιάς, χωρίς, πιθανόν, στέρεο λόγο. Οι δε προβληματισμοί σου συμπληρώνονται, στοιχίζονται κι αναμετριούνται με πλήθος άλλους. Συμμετέχει, δηλαδή η γραφή, στον εσωτερικό διάλογο, σ’ αυτό που λέμε συναισθησία, ή γνωριμία με τον εαυτό μας˙ αυτόν τον άγνωστο που μέσα του κατοικούμε σαν ισοβίτες, αλλά όλο μας ξεφεύγει κι όλο τον κυνηγάμε από πίσω, μια για να του περάσουμε χαλινάρι, μια να τον στηρίξουμε να σηκωθεί ή για να τον συναρμόσουμε στην θέση που τού αναλογεί μέσα στον πολιτισμικό χώρο που μας περιβάλει.
Ένας εξ ίσου σημαντικός λόγος που σε προτρέπει να γράψεις είναι η εγγενής μας πρόθεση να παραβάλλουμε το καλό με το κακό, το ευτελές με το ακριβό, το δέον με το απρεπές, το σίγουρο με το επισφαλές, το τίμιο με το χωρίς τιμή και γενικότερα την δυνητικά αρμονική και λογική όψη της ζωής με την τραχιά και την παράλογη και να επιτύχουμε έτσι όχι μόνο το ευ ζην, αλλά και την συνεπαγωγή του: το ευ θνήσκειν.
Γιατί οι άνθρωποι είναι αναγκαίο να προετοιμαζόμαστε και για τη ζωή, αλλά και για τη λήξη της.
Με τη γραφή γεμίζουμε τη φυσική ζωή και με άλλη, επιπρόσθετη ζωή. Δε θα την έλεγα τεχνητή, αλλά πιο πνευματική και ανθρωπινά παραμυθένια.
Στο παρελθόν η λογοτεχνία είχε κάποια τάση να εξιδανικεύει χαρακτήρες και καταστάσεις, τον καλό να τον παραδείχνει σαν απόλυτα αγαθό και τον κακό να τον αποστερεί από οποιοδήποτε χάρισμα. Σήμερα παρουσιάζει χαρακτήρες πιο κοντά στα ανθρώπινα. Σκιαγραφεί περισσότερες πλευρές μας κι ας είναι και αντιφατικές μεταξύ τους. Και είναι προτιμότερο αυτό γιατί δεν έχει νόημα να κρίνει κανείς αυστηρά και μονοσήμαντα τους ανθρώπους.
Έχει όμως αξία να τους κατανοεί και να κοιτάζει με αληθινό ενδιαφέρον τον τρόπο που εκφράζονται. Κι όταν γίνεται αυτό, τα γραπτά έργα έχουν διάρκεια στον χρόνο σαν τα σπίτια που θεμελιώθηκαν καλά και χτίστηκαν ύστερα με τα σωστά υλικά, τα καλοπελεκημένα, που είχαν τις πρέπουσες διαστάσεις και συναρθρώνονταν μεταξύ τους σαν τα μέλη ενός ζωντανού οργανισμού.
Και τελικά η ενασχόληση του ανθρώπου με την γραφή γιατί να μην είναι ακόμα κι ένα παιχνίδι με έξυπνους κανόνες; σα να παίζεις σκάκι με δύο αντιμαχόμενους στρατούς, ή, πιο χαλαρά, το τάβλι, με τα άσπρα και μαύρα πούλια αντιμέτωπα.
Ας μην ξεχνάμε και την ομορφιά που έχουν τα γράμματα καθώς στέκονται το ένα δίπλα στο άλλο, δυό-δυό ή σε παρέες, και πώς δημιουργούν τα νοήματα. Μόνο το ο, ( ο άνδρας) και το η, (η γυναίκα) στέκονται μοναχά τους, για να εκφράσουν τους δυό πυλώνες που στηρίζεται η ζωή μας: το αρσενικό και το θηλυκό.
Άλλωστε η ρίζα λεγ-(παρμένη από το λόγος ή την λέξη) σημαίνει αυτό που περιέχει το νόημα. Από την εποχή του Ηράκλειτου ακόμα, που έβλεπε την ζωή και το σύμπαν σαν δημιουργική πάλη των αντιθέτων και συνεχείς κύκλους εναλλαγής πυρός και ύλης. Διευκρίνιζε, επιπροσθέτως, ότι και ο λόγος είναι μια ροή ενέργειας στην οποία εισερχόμαστε με τρόπο μοναδικό, αλλά και κοινό, γιατί άνθρωποι είμαστε όλοι, και χρησιμοποιούμε την ενέργειά του στις πράξεις μας.
Όταν εισπνέουμε ρουφάμε την γνώση από τον λόγο κι όταν εκπνέουμε παραδινόμαστε στην αλήθεια του με την εκφορά της γλώσσας. Στο μεταξύ, το μυαλό μας, αν είναι ξύπνιο και σε εγρήγορση, κοιτάει μέσα από τα παράθυρα της αντίληψης και συγκεντρώνει την δύναμη της λογικής. Αυτή ακριβώς η ενέργεια μάς επιτρέπει να διατηρήσουμε στην μνήμη μας την γνώση που εισπνέουμε και να την εκπνεύσουμε κατόπιν με ευγνωμοσύνη προς το λόγο, που την οδηγεί προς τα έξω. Αυτά τα σπουδαία είπε.
Για δε την απαγόρευση του λόγου ή την λογοκρισία, δε θα πω τίποτα. Το κακό δεν χρειάζεται διευκρινίσεις, κάνει μπαμ από μακριά, για να το αναγνωρίζουμε όλοι, και σίγουρα ποτέ δεν είναι ικανό να εκτιμήσει τα νοήματα που κρύβονται πίσω από τις λέξεις.
Όσοι κατέστρεψαν ή απέκρυψαν στην πορεία της ανθρωπότητας γραπτά κείμενα μας έκαναν φτωχότερους και πήγαν τον πολιτισμό μας πίσω.
Εξάλλου, μέσα στα γράμματα περικλείεται όλο το παρελθόν μας που με τις μεταβολές του συμπαρέσυρε τον κόσμο όλον και την γλώσσα μαζί. Η δική μας από αρχαιοελληνική, με διάφορες κατά τόπους διαλέκτους και ποικίλα δάνεια και μεταμοσχεύσεις, εξελίχτηκε συν τω χρόνω. Στην Βυζαντινή, κατ αρχήν, στην καθαρεύουσα κατόπιν –που μάλλον ήταν επινοημένη- και χρησίμευσε, κυρίως, στο να συνεννοούνται οι δημόσιοι υπάλληλοι μεταξύ τους ή στο να εκφωνούνται διαγγέλματα και, φυσικά, την καθομιλουμένη σημερινή.
Η καθαρεύουσα θυμίζει λίγο και την γλώσσα που χρησιμοποιούν κάποιοι πολιτικοί, που μιλούν με γενικότητες και μακρηγορούν, χωρίς να λένε στην ουσία τίποτα ξεκάθαρα.
Και δεν το λέω αυτό για να επιτιμήσω κανέναν, μάλλον κοινή μας απαίτηση είναι να αναβαθμίσουμε λίγο περισσότερο τη χρήση της γλώσσα μας, αφού είναι ο κυριότερος μεταφορέας νοημάτων.
Μέσα στη γραφή μας, λοιπόν, υπάρχουν όλοι οι τύποι των ήλων, όλα τα σημάδια δηλαδή, από τις περισσότερο ή λιγότερο βίαιες μεταβολές. Με λίγη προσπάθεια, μπορούμε να διακρίνουμε μερικά πάνω στα κεφαλάκια των φωνηέντων όπου καρφώναμε φωνητικά εκτός από τις οξείες και τις περισπωμένες. Λείπουν και οι δοτικές που κάποια στιγμή τις θεωρήσαμε εξεζητημένες για τα δήθεν απλά μας γούστα.
Σήμερα, που αναπτύχθηκε η επιστήμη της νευρολογίας του εγκεφάλου έγινε σαφές ότι μια δουλεμένη και πολύπλοκη γλώσσα σαν τα αρχαία ελληνικά, αναπτύσσει περισσότερο τον εγκέφαλο των παιδιών και τον ετοιμάζει να δεχτεί κατόπιν οποιαδήποτε άλλη γνώση, όσο δύσκολη κι αν είναι, αφού έχουν ήδη ανοιχτεί οι απαραίτητοι νοητικοί δρόμοι.
Ας το έχουμε αυτό υπ’ όψιν μας.
Εξάλλου, η γλώσσα μας έχει μια βαθειά αισθαντικότητα, περιλαμβάνει αυτά που μας έλεγε η γιαγιά στο σπίτι, τον ιδιαίτερο τρόπο που μας τραγουδούσε, μας επιτιμούσε όταν κάναμε αταξίες, την γλυκολαλιά που μεταχειρίζονταν για να καταλαγιάσει τον πόνο μας. Μέσα της ζούνε τα ψελλίσματα της μικρής μας αδερφής και ο απλός και περιεκτικός τρόπος με τον οποίο επικοινωνούν οι γέροντες στα καφενεία. Και στις άκρες της εντάσσονται καθημερινά οι καινούργιες ή απλά νεοφανείς λέξεις που επινοούν τα νεαρά άτομα στις συντροφιές τους.
Αν βλέπαμε την λέξη ολόκληρη, σ΄ όλες τις διαστάσεις της μέσα στον τόπο και τον χρόνο, μέσα στην ιστορία της δηλαδή, ή αν ήμασταν ικανοί να την οραματιστούμε με όλες τις έννοιές της ταυτόχρονα, τότε ίσως να έμοιαζε με ένα αντικείμενο που πλανιέται αενάως στο διάστημα και συνεχώς αλλάζει χρώματα και σχήματα.
Ένα γραπτό, βέβαια, κάνει τον προφορικό λόγο πράξη, ντοκουμέντο. Γίνεται κάτι που ξεφεύγει από μας και επικοινωνεί, σχεδόν αυτόνομα, με τους άλλους. Και είναι η επικοινωνία η σημαντικότερη ίσως υπόθεση για τον άνθρωπο, γιατί επάνω σ΄ αυτήν στηρίχτηκε ο πολιτισμός μας. Το σκέφτομαι άρα υπάρχω θα μπορούσε να αναλυθεί στο επικοινωνώ την σκέψη μου άρα επιζώ κι εκπολιτίζομαι.
Φανερό είναι ότι ένας συγγραφέας σήμερα, που θέλει να επικοινωνήσει με τους άλλους ανθρώπους πρέπει να πιάσει τον σφυγμό τους να αφουγκραστεί τις αναπνοές τους, να πιστέψει στον αγώνα της ζωής τους και κατόπιν να πει τις κοινές τους αλήθειες. Μόνο τότε θα πείσει, αλλά και θα προσφέρει. Θα γευτούν όλοι μαζί, την συγκίνηση, τον πόνο, τη χαρά, την κατάκτηση της ανθρώπινης γνώσης, την απόλαυση της ανθρώπινης περιπέτειας.
Ο γνωστός σε αρκετούς συγγραφέας Κάρλος Μαρία Ντομίγκες αναφέρει στο μυθιστόρημά του « το χάρτινο σπίτι», δηλαδή το σπίτι που στεγάζει τις λέξεις, ότι πολλές γυναίκες σώθηκαν από την αυτοκτονία και από ψυχικές διαταραχές χάρη στα βιβλία μαγειρικής. Τόσο απλό, τόσο δυνατό, τόσο χρήσιμο. Γιατί τους έδωσε την δυνατότητα επικοινωνίας.
Και είναι γεγονός διαπιστωμένο ότι η στέρηση της επικοινωνίας είναι από τις σκληρότερες τιμωρίες που επιβλήθηκαν ποτέ. Από τον μαθητή που κάθονταν, μόνο στο παρελθόν -ελπίζω- αμίλητος πίσω από την πόρτα στο σχολειό, μέχρι τα μοναχικά κελιά στις φυλακές.
Ή και όταν από δικό μας γινάτι απειλούμε ότι θα κόψουμε σε κάποιον την καλημέρα ξέροντας ότι αυτό πονάει πολύ, και πιθανόν να είναι ισοδύναμο ακόμα και με την επιβολή στέρησης τροφής.
Εξαίρεση αποτελούν οι μοναχοί όλων των θρησκειών που βρήκαν το μεταφυσικό μονοπάτι που επικοινωνεί κατ’ ευθείαν με το Ένα.
Ο Αρχιμήδης έλεγε δώστε μου χώρο να σταθώ και την γη θα κινήσω.
«Ο μοχλός», όμως, που προτίθετο να χρησιμοποιήσει, για την πράξη αυτή, ήταν αυτό που περιείχε το «νόημα», η σκέψη δηλαδή, που είχε και έχει για σπίτι της την γλώσσα. Αυτήν την παρακαταθήκη μας άφησε.
Γι’ αυτό και δεν θα σταματήσει ποτέ η προσπάθεια μας να συμμετέχουμε δια μέσου των λέξεων στο άπειρο ή, αν θέλετε, δεν θα κορεστεί ποτέ η τάση μας να επικοινωνούμε με τον υπάρχοντα μέσα και γύρω από εμάς «καθολικό» Νου.
Το ερώτημα βέβαια «γιατί γράφουμε» δεν καλύφτηκε και δεν φαντάζομαι να το περιμένατε… μια απόπειρα έκανα.
( εκφωνήθηκε και κατόπιν δημοσιεύθηκε στην Οδό τον Απρίλιο του 2008)
Υ.Γ. Εκ της διαχείρησης: όποιος αισθάνεται προσβεβλημένος από αυτά που αναφέρονται ή σχολιάζονται στον ιστότοπο, μπορεί να επισκεφτεί κάποιον άλλο.
Σε περίπτωση που θέλετε επισημάνετε κάποια διόρθωση παρακαλούμε χρησιμοποιείστε την φόρμα επικοινωνίας.